μπακαλόπαιδο

μπακαλόπαιδο
το
1. νεαρός υπάλληλος μπακάλικου, αλλ. μπακαλόγατος
2. γιος τού μπακάλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μπακαλόγατος — ο 1. καλοθρεμμένος γάτος μπακάλη ή μπακάλικου 2. (ειρωνικά) νεαρός υπάλληλος μπακάλικου, το μπακαλόπαιδο …   Dictionary of Greek

  • μπακαλόπουλο — το μπακαλόπαιδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπακάλης + υποκορ. κατάλ. πουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”